-
1 πνευμα
- ατος τό1) веяние, дуновение, порыв(ἀνέμων Aesch.; перен. συμφορᾶς Eur.)
ὥσπερ π. ἢ καπνός Plat. — словно дуновение или дым;λύσσης π. Aesch. — вспышка бешенства2) ветер(πνεύματα θαλάσσια Eur.; τὸ π. ὅπου θέλει πνεῖ NT.)
3) дыханиеπ. βίου Aesch. — дыхание жизни, жизнь;
π. ἀθροίζειν Eur. — переводить дыхание;πνεύματος διαρροαί Eur. — дыхательные пути, перен. горло4) дух, жизньπ. ἀνιέναι (ἀφιέναι, μεθιέναι) Aesch. — испускать дух, умирать;
τὸ π. ἔχειν διά τινα Polyb. — быть обязанным кому-л. жизнью5) расположенность, благосклонность(ἐν ἀνδράσι φίλοις Soph.)
αἰδοῖον π. χώρας Aesch. — гостеприимство (досл. почтительная благосклонность) страны6) испарение, тж. запах, аромат(θεῖον ὀδμῆς π. Eur.; π. βαρύ Plut.)
7) звук(и), звучание, глас(Φρυγίων αὐλῶν π. Eur.)
8) филос., миф. духовное начало, дух(θεῖον π. Plat.; δαιμόνιον π. Plut.; π. ἀκάθαρτον NT.)
9) ( о животных) чутьеκατὰ π. τινος στῆναι Arst. — находиться в пределах чьего-л. чутья
10) pl. ветры(τὰ πνεύματα ἀποκρίνεσθαι Diog.L.)
11) рит. нарастание, градация12) грам. придыхание Plut.13) грам. знак придыханияπ. δασύ (spiritus asper) — густое придыхание;
π. ψιλόν (spiritus lenis) — тонкое придыхание -
2 ηδυβοας
-
3 ξυντονος
21) натянутый, напряженный, тугой(χορδή Arst.)
2) стремительный, бурный(ἐπιθυμίαι Plat.; δρομήματα Eur.)
3) ускоренный, форсированный(πορεία Polyb.)
4) сильный, мощный(χείρ Eur.; πῦρ Arst.)
5) серьезный, строгий, решительный(ἀνδρεῖος καὴ σ. Plat.; ἀκριβές καὴ σ. Plut.)
6) созвучный, стройный(τὸ αὐλῶν πνεῦμα Eur.)
7) согласованный, совпадающий8) резкий (sc. φωνή Arst.) -
4 συντονος
21) натянутый, напряженный, тугой(χορδή Arst.)
2) стремительный, бурный(ἐπιθυμίαι Plat.; δρομήματα Eur.)
3) ускоренный, форсированный(πορεία Polyb.)
4) сильный, мощный(χείρ Eur.; πῦρ Arst.)
5) серьезный, строгий, решительный(ἀνδρεῖος καὴ σ. Plat.; ἀκριβές καὴ σ. Plut.)
6) созвучный, стройный(τὸ αὐλῶν πνεῦμα Eur.)
7) согласованный, совпадающий8) резкий (sc. φωνή Arst.)
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek